- αντιποιώ
- (-έω) (Α)1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτιβ) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματαγ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτιδ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλοςε) έχω κάποιον τόπο υπό την εξουσία μουνεοελλ.μέσ. ἀντιποιοῡμαιοικειοποιούμαι, σφετερίζομαι ξένο πράγμα ή δικαίωμα.
Dictionary of Greek. 2013.