αντιποιώ

αντιποιώ
(-έω) (Α)
1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ
2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι
β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα
γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι
δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος
ε) έχω κάποιον τόπο υπό την εξουσία μου
νεοελλ.
μέσ. ἀντιποιοῡμαι
οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι ξένο πράγμα ή δικαίωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”